Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὸ ἐπιβάλλον

См. также в других словарях:

  • ἐπιβάλλον — ephemeron neut nom/voc/acc sg ἐπιβάλλω throw pres part act masc voc sg ἐπιβάλλω throw pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιβάλλον — το οντος, δύναμη επιβολής, επιβλητικότητα: Ο καθηγητής μας έχει επιβάλλον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιβάλλον — το βλ. επιβάλλω …   Dictionary of Greek

  • ἐπίβαλλον — ἐπιβάλλω throw imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐπιβάλλω throw imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβάλλω — ἐπιβάλλον ephemeron neut nom/voc/acc dual ἐπιβάλλον ephemeron neut gen sg (doric aeolic) ἐπιβάλλω throw pres subj act 1st sg ἐπιβάλλω throw pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβάλλοιο — ἐπιβάλλον ephemeron neut gen sg (epic) ἐπιβάλλω throw pres opt mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβάλλοις — ἐπιβάλλον ephemeron neut dat pl ἐπιβάλλω throw pres opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβάλλου — ἐπιβάλλον ephemeron neut gen sg ἐπιβάλλω throw pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἐπιβάλλω throw imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβάλλων — ἐπιβάλλον ephemeron neut gen pl ἐπιβάλλω throw pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιβάλλω — (AM ἐπιβάλλω) 1. ορίζω ως ποινή ή ως πρόστιμο («επιβάλλω ποινή, πρόστιμο, ζημίην, φυγήν, άργύριον» κ.λπ.) 2. απρόσ. ἐπιβάλλεται (Α ἐπιβάλλει) είναι απαραίτητο να, πρέπει να... 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το επιβάλλον α. νεοελλ. i. η… …   Dictionary of Greek

  • κατηβολή — κατηβολή, ἡ (Α) 1. είδος εφήμερου εντόμου, για το οποίο λέγεται ότι γεννιέται και πεθαίνει την ίδια μέρα, το επιβάλλον* (βλ. επιβάλλω) 2. περιοδική προσβολή νόσου, κρίση, παροξυσμός 3. επιβολή, αξίωμα 4. (κατά τον Ησύχ.) «θυσία, τελετή, τὰ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»